ταμικός

ταμικός
-ή, -όν, Α [ταμίας]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμικόν
το γραφείο τού ταμία
3. φρ. «ὁ πόρος ὁ ταμικός» — το χρηματικό κεφάλαιο τού ταμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”